-
1 τροχοί
τροχόςwheel: masc nom /voc pl -
2 τρόχοι
τροχόςwheel: masc nom /voc pl -
3 τροχοί
undercarriageΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τροχοί
-
4 σκεῦος
-ους + τό N 3 82-114-35-35-50=316 Gn 24,53; 27,3; 31,37(bis); 45,20vessel Lv 15,12; thing Gn 24,53; equipment Gn 27,3; σκεύη attributes Ex 25,9; outfit Dt 22,5; τὰ σκεύηtrain (of the army) 1 Sm 30,24σκεύη τῆς τραπέζης table furniture Ex 38,12; σκεύη λειτουργικά liturgical vessels Nm 4,26; σκεύη πολεμικά weapons of war Dt 1,41; τὸ παιδάριον τὸ αἶρον τὰ σκεύη the young man who bears the armour JgsB 9,54; οἱ τροχοὶ καὶ τὰ σκεύη τῶν βοῶν the wheels and the harness of the oxen 2 Sm 24,22; ἐνέβαλον εἰς τὰ σκεύη αὐτῶν they put into their store Jos 7,11Cf. DOGNIEZ 1992, 250; HOLLEAUX 1942, 24; LE BOULLUEC 1989, 95; LEE, J. 1983, 39; WEVERS 1990,637-638; →TWNT -
5 βίτος
βίτος, ὁ,A tyre, Edict. Diocl.15.31a:— hence [full] βιτωτός, ή, όν, with tyres, τροχοί ib.34; σαράγαρα, καροῦχον β., with tyred wheels, ib.36,37. -
6 κυκλιαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλιαῖος
-
7 μαρμάρινος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαρμάρινος
-
8 περίακτος
A turning on a centre or pivot, δίφροι π. Artemo Hist.12; π. τροχοί water-wheels, Ph.Bel.91.44; π. ἄντλημα water-wheel, Plu.2.974e; μηχανήματα π. machines for draining land, Ph.Bel.97.23; μηχαναὶ ἀπὸ σκηνῆς π. machines for changing the scene on the stage, Plu.2.348e; also περίακτοι, αἱ, as Subst., Poll.4.126, Vitr.5.6.8.II metaph., τὸ π. 'the old saw', Plu.Comp.Lys.Sull.3;τὸ π. ἐκ τῆς Ἀκαδημείας Id.2.922f
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περίακτος
-
9 περιδινεύω
A hover around, prob. for sq. in S.Fr. 334 (anap.); revolve round,ἄξονας οὓς περιεδίνευον τροχοί D.S.18.27
. - έω, whirl, wheel round,κύκλῳ αὑτόν Aeschin.3.167
;τὴν κεφαλήν D.Chr.1.56
; ὁ ἥλιος π. περὶ αὐτὸν τὸν πόλον Men.Rh.p.442S.;τυφὼν π. τὴν ναῦν Luc.VH1.9
; set in motion all round, Alciphr.1.39 :—[voice] Med.,περιδινήσασθε ἀνελίγματα χαίτης AP7.485
(Diosc.); also, take a stroll,περιδινησόμεθα ἐν Λυκείῳ Luc.Lex.2
:—[voice] Pass., to be whirled round, Ph.1.145, Ti.Locr.97c, Iamb.Myst.5.20 ; spin round like a top, X.Smp.7.3, Luc. Syr.D.36, etc.—Cf. περιδονέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιδινεύω
-
10 περιρρέω
A : [tense] aor. 1 inf.- ρρεῦσαι Lycurg.96
(s.v.l.): [tense] aor. 2 - ερρύην (v. infr.): [tense] pf. :I c. acc., flow round,τὸν δ' αἷμα περίρρεε Od.9.388
;νῆδον π. ὁ Νεῖλος Hdt.2.29
, cf. 127 ;νήσους, ἃς περιρρεῖν τὸν ἀέρα Pl.Phd. 111a
; κύκλῳ.. τὸν τόπον περιρρεῦσαι τὸ πῦρ Lycurg.l.c. codd.; of persons,ἅπαντες π. ἡμᾶς κύκλῳ Pl.Chrm. 155d
:—[voice] Pass., to be surrounded by water, X.An.1.5.4, Arist.Mu. 393a11, al.II abs., flow round,Στρυμόνος ἐπ' ἀμφότερα περιρρέοντος Th.4.102
, cf. X.HG4.1.16 (v.l.), Arist.Cael. l.c.2 fall away,περιερρυηκυίας τῆς γῆς Pl.Criti.
l. c. ; waste away,πῆχυς ὅλος περιερρύη Hp.Epid.3.4
, cf. LXX 4 Ma.9.20 ; fall off, of flowers, Thphr.HP4.8.9.3 slip from off a thing, ἡ ἀσπὶς περιερρύη ἐς τὴν θάλασσαν slipped off his arm into the sea, Th.4.12 ; [αἱ πέδαι] αὐτῷ αὐτόμαται π. X.An.4.3.8
; [αἱ πέδαι] π. Plu.2.304b ; οἱ στέφανοι π. Luc.VH2.11: c. gen., ἵππου π. slip off it, Plu.Art. 15, cf. Id.2.970d ;τροχοὶ π. τῶν ἁρμάτων Parth.6.4
.4 overflow on all sides, σοὶ περιρρείτω βίος let thy means of living abound, S.El. 362 ; of excessive wealth, Diog.Oen.60 ; οὐδενὸς περιρρέοντος being in excess, Plu.Per.16 :—[voice] Pass., to be all running or dripping, ἱδρῶτι with sweat, Id.Aem.25 ;δάκρυσι Suid.
s.v. ἄναυδος : freq. metaph., abound,περιρρεομένη ἀφθονία ἀγαθῶν Ph.2.455
; of persons, c. dat.,περιρρεόμενος ταῖς ἐκτὸς οὐσίαις Id.1.592
, cf. 2.445 ; περιρρέονται μαθηταῖς have a crowd of pupils about them, Lib.Or.64.90.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιρρέω
-
11 πηδάω
Aπαδῇ Sophr.20
; [dialect] Lacon. imper. (lyr.); [dialect] Ion. part. πηδεῦντα, πηδεῦσαι, Herod. 3.96, 4.61 : [tense] fut. - ήσομαι Thphr.Char.21.6, ( ἐπι-) Pl.Ly. 216a, ( προς-) Alex.124.16; later - ήσω APl.4.54*, 142: [tense] aor.ἐπήδησα Il.14.455
, etc.: [tense] pf.πεπήδηκα Aesop.203
, ( ἀπο-) Hp.Art.47, (ἐκ-) X.HG7.4.37, ( ὑπερ-) D.23.73 :—[voice] Pass., [tense] plpf. ἐπεπήδητο (in act. sense) Hp.Nat.Puer.13:— leap, spring,ὑψόσε ποσσὶν ἐπήδα Il.21.269
, cf. 302 ;ἐς σκάφη π. S.Aj. 1279
;πρὸς πυγήν Hp.Nat.Puer.
l.c.; opp. βαδίζω, X.Cyn.5.31 ; of fish in the frying-pan, Eub.75.6, 109,al.: c. acc. cogn.,π. δυστυχῆ πηδήματα E.Or. 263
; π. μείζονα (sc. πηδήματα) S.OT 1300 (anap.); λαιψηρὰ π. E. Ion 717 (lyr.): c. acc. loci, πεδία π. bound over them, S.Aj.30;π. πλάκα E.Ba. 307
.II metaph. of things,οὐκ ὀΐω.. ἅλιον πηδῆσαι ἄκοντα Il.14.455
;πάλος.. 'πήδησεν εὐχάλκου κράνους A.Th. 459
; τροχοὶ π. E.Ph. 1194 : freq. of the heart or pulse, leap, throb,ἁ καρδία παδῇ Sophr.
l.c., cf. Pl.Smp. 215e : folld. by interrog. clause, ;κατὰ δ' ἐγκέφαλον πηδᾷ σφάκελος E.Hipp. 1352
;πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα Pl.Phdr. 251d
;αἱ σάρκες οἷα θερμὰ θερμὰ πηδεῦσαι Herod.4.61
; of the mind,πηδῶν ὁ θυμὸς ἔνδοθεν μαντεύεται Trag.Adesp.176
, cf. 390 ; of sudden change, ; ;π. πρός τινος εὐπραγίαν Philostr.VS2.25.4
. -
12 σκυταλωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκυταλωτός
-
13 ταπεινός
A low:1 of Place, low-lying,χώρη Hdt.4.191
, cf. Arist.Mete. 352b32 ([comp] Comp.);νῆσος D.S.3.21
; ταπεινὰ νέμεσθαι to live in low regions, Pi.N.3.82;τ. ἕζεσθαι E.Or. 1411
(lyr.);ἡ μαῖα καθεζέσθω -οτέρα Sor.1.70a
, cf. 2.61; of stature or size, low,ὀστᾶ X. Eq.1.4
; τροχοί ib.10.6; of position in the body,τὰ τ. τοῦ θώρακος Gal.15.531
; of a river, low, opp. μέγας, Plb.9.43.3; of stars, low, i.e. near the horizon, Cleom.1.5, al.; but also, near the earth, Id.2.5; of the sun, opp. ὑψηλός, Diog.Oen.8; λοξὸς καὶ τ. Gal.15.87.2 of persons, humbled, abased in power, pride, etc., Hdt.7.14; σὺ δ' οὐδέπω τ. A.Pr. 322, cf. 908;τ. παρέχειν τινά X.An.2.5.13
; , cf. Hec. 245, Andr. 979; submissive, X.Hier.5.4 ([comp] Comp.), etc.; αἱ τ. τῶν πόλεων small, poor, weak, Isoc.4.95, cf. 7.7, X.Cyr.7.5.69 ([comp] Sup.);τ. δύναμις D.4.23
; of low intelligence,αἱ τῶν ἀσυνέτων καὶ τ. ἀνθρώπων ψυχαί Gal. 19.220
;τὴν μικρὰν καὶ τ. [ἰατρικὴν θεωρίαν] ὁ Ἱπποκράτης ηὔξησεν Id.16.550
. Adv., ταπεινῶς (or ταπεινὰ) πράττειν to be in low estate or obscurity, Isoc.5.64, Plu.Thes.6;- νῶς ζῆν Philem.227
; .3 of the spirits, downcast, dejected,διάνοια Th.2.61
;τ. καὶ ἔρημοι συνεκάθηντο X.HG2.4.23
, cf. 6.4.16.4 in moral sense, either bad, mean, base, abject,τ. καὶ ἀνελεύθερος Pl.Lg. 791d
, cf. X.Mem.3.10.5, Isoc.2.34, etc.; or good, lowly, humble, Pl.Lg. 716a, X.Cyr.5.1.5, freq. in NT, Ev.Matt.11.29, 2 Ep.Cor.7.6, al.5 of things, mean, low, poor,τ. καὶ ἄπορος δίαιτα Pl.Lg. 762e
, cf. Phld. Oec.p.48 J.: [comp] Sup.,- οτάτη περίστασις Id.Vit.p.26
J.; θεωρία -οτέρα, opp. τιμιωτέρα, Arist.PA 639a1; of style, low, poor, τ. λέξις, opp. κεκοσμημένη, Id.Rh. 1404b6. Adv., - νῶς λέγειν in a submissive manner, ib. 1408a19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταπεινός
-
14 τετράκυκλος
A four-wheeled,ἕλκον τ. ἀπήνην Il.24.324
;ἄμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι Od.9.242
, cf. Hdt.1.188, 2.63, Hp.Aër.18: as Subst., four-wheeled wagon,τροχοὶ τετρακύκλου IG12.313.116
. [[pron. full] ᾱ only in Od. l.c., where Bentley conjectured τεσσαράκυκλοι.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράκυκλος
-
15 ἀόρβιτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀόρβιτος
-
16 ἁρματηγός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁρματηγός
-
17 βλῆτρον
Grammatical information: ν.Meaning: `bolt, plug' (as in Mod. Gr.); only O 678 ξυστὸν κολλητὸν βλήτροισι. Scholars in antiquity were uncertain: τῆς ἁμάξης τροχοί. σφῆνες. ἐμβλήματα. οἱ δε γόμφους καὶ συμβολὰς ἀξόνων H.Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]Etymology: Connection with βάλλω remains uncertain. - Factitive ptc. βλητρώσας `providing with β.' is explained by Hesychius as ἐμβαλών.Page in Frisk: 1,244Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βλῆτρον
См. также в других словарях:
τροχοί — τροχός wheel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόχοι — τροχός wheel masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
οδοντωτός τροχός — Μηχανισμός κατάλληλος για τη μετάδοση κίνησης από έναν κινητήριο σε έναν κινούμενο άξονα· αποτελείται από τροχούς, στην περιφέρεια των οποίων είναι διαμορφωμένες προεξοχές (δόντια) σε κανονικά διαστήματα και με κατάλληλο σχήμα. Η βάση των δοντιών … Dictionary of Greek
άμαξα και άρμα — Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς. Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και… … Dictionary of Greek
ποδήλατο — Όχημα με δύο τροχούς ίσης διαμέτρου, εφοδιασμένους με ελαστικά και τοποθετημένους σε μεταλλικό πλαίσιο. Το π. κινείται από τη μυϊκή δύναμη των ποδιών του ατόμου το οποίο το χρησιμοποιεί. Η δύναμη προώθησης μεταδίδεται στον πίσω τροχό με μια… … Dictionary of Greek
σιδηρόδρομος — Όχημα ή συρμός που κινείται πάνω σε οδό στρωμένης με σιδηροτροχιές και, κατ’ επέκταση, ολόκληρο το μεταφορικό σύστημα που βασίζεται σ’ αυτές, δηλαδή το κινητό υλικό, οι εγκαταστάσεις γραμμών, σταθμών και τα έργα υποδομής για την εκτέλεση… … Dictionary of Greek
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
ερπύστρια — Όργανο που αποτελείται από πολλά στοιχεία (μεταλλικά ή από καουτσούκ) κινητά το ένα ως προς το άλλο, κλειστό γύρω από τον εαυτό του. Τοποθετείται συνήθως σε αυτοκίνητα οχήματα για να κάνει περισσότερο ευχερή την πορεία τους σε εδάφη ολισθηρά,… … Dictionary of Greek
CYPHON — I. CYPHON catastae genus, qua rei vinciebantur aut torquebantur. Ita Aristoteles, Politic. l. 5. c. 6. Heracleae Eurytionem et Thebis Archiam, in adulterii poenam, δεθῆναι εν ἀγορᾷ εν τῷ κύφωνι, in foro cyphoni fuisse alligatos, scribit. Suidas… … Hofmann J. Lexicon universale